- σκυθρωπασμός
- ὁ, Α [σκυθρωπάζω]η κατάσταση και το αποτέλεσμα τού σκυθρωπάζω, κατήφεια, κατσούφιασμα («καὶ μειδίαμα καὶ σκυθρωπασμὸς αὐτῶν... ἔχει τινὰ καρπὸν ὠφέλιμον», Πλούτ.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σκυθρωπασμός — sadness of countenance masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκυθρωπασμόν — σκυθρωπασμός sadness of countenance masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκουντούφλιασμα — το, Ν [σκουντουφλιάζω] κατσούφιασμα, συνοφρύωση, σκυθρωπασμός … Dictionary of Greek
σκυθρωπότητα — η / σκυθρωπότης, ητος, ΝΑ [σκυθρωπός] η κατάσταση τού σκυθρωπού, έκφραση κακής ψυχικής διάθεσης στο πρόσωπο, σκυθρωπασμός, κατήφεια, κατσουφιά, σκουντούφλιασμα … Dictionary of Greek